- ερυθρύδανον
- ἐρυθρύδανον, τὸ (Μ)το ερυθρόδανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθρόδανο — το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον Α και ἐρυθρόδανος, ἡ Μ και ἐρυθρύδανον, τό) 1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, τής οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα τού οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία 2. το κόκκινο χρώμα τής ρίζας τού φυτού.… … Dictionary of Greek